μίσθαρνος: Difference between revisions
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mistharnos | |Transliteration C=mistharnos | ||
|Beta Code=mi/sqarnos | |Beta Code=mi/sqarnos | ||
|Definition=ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wageearner]], <span class="bibl">Poll.4.48</span>, Hsch. s.v. [[πελάται]].</span> | |Definition=ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wageearner]], <span class="bibl">Poll.4.48</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[πελάται]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:40, 1 February 2021
English (LSJ)
ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) A wageearner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μίσθαρνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)
αρχ.
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μισθὸν ἄρνυσθαι («εργάζομαι με μισθό»), πρβλ. ρ. μισθαρνῶ].