ἀναμορφωτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamorfotis | |Transliteration C=anamorfotis | ||
|Beta Code=a)namorfwth/s | |Beta Code=a)namorfwth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Hsch. <span class="sense"><span class="bld">A</span> s.v. [[εἰδοποιός]].</span> | |Definition=οῦ, ὁ, Hsch. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sub verbo|s.v.]] [[εἰδοποιός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:00, 1 February 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Hsch. A s.v. εἰδοποιός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμορφωτής: ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «εἰδοποιός».
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ que da nueva forma Hsch.s.u. εἰδοποιός.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. -ώτρια)
αυτός που επιφέρει αναμόρφωση, που αναμορφώνει
αρχ.
κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια].