τερατούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teratoyrgima
|Transliteration C=teratoyrgima
|Beta Code=teratou/rghma
|Beta Code=teratou/rghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[miracle]], Suid. s.v. [[Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης]].</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[miracle]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:05, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτούργημα Medium diacritics: τερατούργημα Low diacritics: τερατούργημα Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: teratoúrgēma Transliteration B: teratourgēma Transliteration C: teratoyrgima Beta Code: teratou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, A miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, Wunderthat, Gaukelei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτούργημα: τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ πρᾶξις, Μεθόδ. 372C.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τερατουργῶ
νεοελλ.
1. τερατώδες έργο
2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας
μσν.-αρχ.
1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα
2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, τερατολογία.