δηλητηριώδης: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[nocivo]], [[dañino]], [[mortal]], [[venenoso]] ποιότης Steph.<i>in Gal</i>.305, 329, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, [[ἀναθυμίασις]] δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid <i>Prol</i>.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, [[δύναμις]] Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ θεριώδη [[los animales venenosos]] Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.532A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pernicioso]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.561. | |dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[nocivo]], [[dañino]], [[mortal]], [[venenoso]] ποιότης Steph.<i>in Gal</i>.305, 329, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, [[ἀναθυμίασις]] δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid <i>Prol</i>.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, [[δύναμις]] Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ θεριώδη [[los animales venenosos]] Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.532A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pernicioso]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.561. | ||
}} | }} | ||
==Translatum== | |||
Only one instance of θεριώδης in any number or case is attested: θεριώδεις ("savage," "brutal") in John of Damascus (ca. 700 CE), Scripta ecclesiastica Vol. 96, page 269, line 42, where it is evidently a misprint (or rare variant?) of θηριὠδεις. Ιf DGE's θεριώδη is likewise a misprint for [[θηριώδης|θηριώδη]], it means "[[savage]]," not "venenosa." [https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=991327.0] | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[δηλητηριώδης]], -ες) [[δηλητήριον]]<br />αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο [[φαρμακερός]] (α. «δηλητηριώδη [[οξέα]]» β. «[[βελένιον]] τὸ δηλητηριῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που χύνει [[δηλητήριο]] («[[δηλητηριώδης]] όφις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί. | |mltxt=-ες (AM [[δηλητηριώδης]], -ες) [[δηλητήριον]]<br />αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο [[φαρμακερός]] (α. «δηλητηριώδη [[οξέα]]» β. «[[βελένιον]] τὸ δηλητηριῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που χύνει [[δηλητήριο]] («[[δηλητηριώδης]] όφις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί. |
Revision as of 15:20, 26 February 2021
English (LSJ)
ες, A noxious, Dav.Proll.32.26.
German (Pape)
[Seite 560] ες, schädlich, giftig; Arist. plant. 1, 7; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δηλητηριώδης: -ες, βλαπτικός, «φαρμακερός», Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 2.
Spanish (DGE)
-ες
1 nocivo, dañino, mortal, venenoso ποιότης Steph.in Gal.305, 329, Gr.Nyss.Pss.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, ἀναθυμίασις δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid Prol.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, δύναμις Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)
•subst. τὰ θεριώδη los animales venenosos Nemes.Nat.Hom.M.40.532A.
2 fig. pernicioso Gr.Nyss.Eun.2.561.
Translatum
Only one instance of θεριώδης in any number or case is attested: θεριώδεις ("savage," "brutal") in John of Damascus (ca. 700 CE), Scripta ecclesiastica Vol. 96, page 269, line 42, where it is evidently a misprint (or rare variant?) of θηριὠδεις. Ιf DGE's θεριώδη is likewise a misprint for θηριώδη, it means "savage," not "venenosa." [1]
Greek Monolingual
-ες (AM δηλητηριώδης, -ες) δηλητήριον
αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις»)
2. φρ. «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.
Russian (Dvoretsky)
δηλητηριώδης: содержащий яд (βελένιον Arst.).