καινουργισμός: Difference between revisions
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ | |mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]». | ||
}} | }} |
Revision as of 08:41, 14 March 2021
English (LSJ)
ὁ, A = καινουργία, Suid. (v.l. -ησμός).
German (Pape)
[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.
Greek Monolingual
καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις».