γωνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM γωνιαῑος, -α, -ον) [[γωνία]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γωνίες<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[γωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γωνιαῑον [[ῥῆμα]]» — [[λέξη]] που προφέρεται δύσκολα.
|mltxt=-α, -ο (AM γωνιαῖος, -α, -ον) [[γωνία]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γωνίες<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[γωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γωνιαῖον [[ῥῆμα]]» — [[λέξη]] που προφέρεται δύσκολα.
}}
}}

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιαῖος Medium diacritics: γωνιαῖος Low diacritics: γωνιαίος Capitals: ΓΩΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: gōniaîos Transliteration B: gōniaios Transliteration C: goniaios Beta Code: gwniai=os

English (LSJ)

α, ον, A on or at the angle, λίθος LXXJb.38.6, cf. IG12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.BJ5.3.5; also γωνιήϊος BCH26.64 (Delph.). II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.

German (Pape)

[Seite 512] eckig, στυλίς Dion. Hal. 3, 21; ῥῆμα Plut. com. Lac. fr. 2.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τπης γωνίας ἢ κατὰ τὴν γωνίαν, στυλὶς Διον. Ἁλ. 3. 22, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 19. ΙΙ.= γωνιώδης, γ. ῥῆμα, δηλ. δυσπρόφερτον, Πλάτ. Κωμ. Λακων. 2.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): γωνιήϊος CID 2.59.1.42, 62.2B.67 (ambas IV a.C.); γωνιεῖος PRyl.567.3 (III a.C.), PCair.Zen.745.54 (III a.C.); tes. γουνιαῖος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189 (Tesalia II a.C.)
1 angular, esquinero τρίγλυφος CID ll.cc., λίθος LXX Ib.38.6, PCair.Zen.l.c., πύργος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.15, 190B.54 (Tesalia II a.C.), στυλίς D.H.3.22, τὸ γωνιαῖον αὐτοῦ (τοῦ τείχους) μέρος I.BI 5.133
subst. ἡ γ. piedra angular, IG 13.474.19 (V a.C.), PRyl.l.c., PLond.2054.11 (III a.C.)
τὸ γ. esquina ἂτ τοῖ γουνιαίοι τοῖ επιστρέφοντος ποτ' πέτροτον πύργον desde la esquina que tuerce hacia la cuarta torre, Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.2, cf. 191B.71 (Tesalia II a.C.).
2 fig. esquinado, difícil de pronunciar ῥῆμα Pl.Com.67.
3 subst. ἡ γ. cierta piedra preciosa Plin.HN 37.164.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γωνιαῖος, -α, -ον) γωνία
1. αυτός που έχει γωνίες
2. αυτός που βρίσκεται σε γωνία
αρχ.
φρ. «γωνιαῖον ῥῆμα» — λέξη που προφέρεται δύσκολα.