μαδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=μαδαῑος, -αία, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαδαρός]]) [[υγρός]], [[πυώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαδαρός]], από το θ. του <i>μαδῶ</i>].
|mltxt=μαδαῖος, -αία, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαδαρός]]) [[υγρός]], [[πυώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαδαρός]], από το θ. του <i>μαδῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδαῖος Medium diacritics: μαδαῖος Low diacritics: μαδαίος Capitals: ΜΑΔΑΙΟΣ
Transliteration A: madaîos Transliteration B: madaios Transliteration C: madaios Beta Code: madai=os

English (LSJ)

α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet. A de herb.83.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.

Greek Monolingual

μαδαῖος, -αία, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του μαδαρός) υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαδαρός, από το θ. του μαδῶ].