ὀπωριαῖος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀπωριαῑα</i><br />τα φρούτα, τα οπωρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A autumnal, τὰ ὀ., = ὀπώρα 11, fruit, Thphr.Ign.41.
German (Pape)
[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωριαῖος: -α, -ον, φθινοπωρινός, τὰ ὀπωριαῖα, = ὀπώρα ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41.
Greek Monolingual
ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].