Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασβεννύω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(LSJ2 replacement)
 
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katasbennu/w
|Beta Code=katasbennu/w
|Definition=v. [[κατασβέννυμι]].
|Definition=v. [[κατασβέννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατασβεννύω]], Α και [[κατασβέννυμι]])<br /><b>1.</b> [[σβήνω]] εντελώς (α. «ο [[πυροσβέστης]] κατέσβησε τη [[φωτιά]]» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]] («σμικρόν [[ῥῆμα]] κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]] («δέξαι με, ὦ [[θάλασσα]], δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποξηραίνω]] («ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[κοπάζω]] («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:17, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασβεννύω Medium diacritics: κατασβεννύω Low diacritics: κατασβεννύω Capitals: ΚΑΤΑΣΒΕΝΝΥΩ
Transliteration A: katasbennýō Transliteration B: katasbennyō Transliteration C: katasvennyo Beta Code: katasbennu/w

English (LSJ)

v. κατασβέννυμι.

Greek Monolingual

(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», Πλούτ.).