κατασβεννύω: Difference between revisions
From LSJ
(LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katasbennu/w | |Beta Code=katasbennu/w | ||
|Definition=v. [[κατασβέννυμι]]. | |Definition=v. [[κατασβέννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κατασβεννύω]], Α και [[κατασβέννυμι]])<br /><b>1.</b> [[σβήνω]] εντελώς (α. «ο [[πυροσβέστης]] κατέσβησε τη [[φωτιά]]» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]] («σμικρόν [[ῥῆμα]] κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]] («δέξαι με, ὦ [[θάλασσα]], δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποξηραίνω]] («ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[κοπάζω]] («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:17, 25 March 2021
English (LSJ)
v. κατασβέννυμι.
Greek Monolingual
(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», Πλούτ.).