ενατενίζω: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ενατενίζω]])<br />[[προσηλώνω]] έντονα τα μάτια μου, [[παρατηρώ]] («[[ὥσπερ]] ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν | |mltxt=(AM [[ενατενίζω]])<br />[[προσηλώνω]] έντονα τα μάτια μου, [[παρατηρώ]] («[[ὥσπερ]] ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῖς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῦ κάλλους», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>(απολ.)</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου, [[παρατηρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα αισθητήρια) [[εντείνω]]. | ||
}} | }} |