ενόν: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(12) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐνόν]])<br />(ουδ. μτχ. του ρήματος [[ένειμι]] που λαμβάνεται ως ουσ.)<br /><b>1.</b> δυνατόν («[[κατά]] το [[ενόν]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ενόντα</i><br />τα [[υπάρχοντα]], τα [[πρόχειρα]] εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται [[πρόχειρα]], από τα [[υπάρχοντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τὰ ἐνόντα</i><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους | |mltxt=το (AM [[ἐνόν]])<br />(ουδ. μτχ. του ρήματος [[ένειμι]] που λαμβάνεται ως ουσ.)<br /><b>1.</b> δυνατόν («[[κατά]] το [[ενόν]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ενόντα</i><br />τα [[υπάρχοντα]], τα [[πρόχειρα]] εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται [[πρόχειρα]], από τα [[υπάρχοντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τὰ ἐνόντα</i><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῡσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> όσα [[είναι]] [[δυνατά]] («κατιδὼν τὸ [[πλῆθος]] τῶν ἐνόντων εἰπεῑν», Ισοκρ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
το (AM ἐνόν)
(ουδ. μτχ. του ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.)
1. δυνατόν («κατά το ενόν»)
2. στον πληθ. τα ενόντα
τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα)
αρχ.
τὰ ἐνόντα
1. φορτίο ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῡσι», Πλάτ.)
2. όσα είναι δυνατά («κατιδὼν τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῑν», Ισοκρ.).