Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπωρώνης: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(29)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν<br />μετ' ὀλίγον ἔσται [[γεράνδρυον]]», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>].
|mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν<br />μετ' ὀλίγον ἔσται [[γεράνδρυον]]», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>].
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].