συνεκλαμβάνω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
English (LSJ)
A take out together with, τινί τι Ptol.Harm.2.3 (Pass.). II farm taxes with, σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος UPZ114.16 (ii B.C., συνεγ-).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλαμβάνω: λαμβάνω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ ὁμοῦ, Βυζ.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].