ἐπίνοσος: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίνοσος]], -ον (AM) [[νόσος]]<br />[[νοσηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλάσθενος]] («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων | |mltxt=[[ἐπίνοσος]], -ον (AM) [[νόσος]]<br />[[νοσηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλάσθενος]] («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῖς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῖς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπινόσως</i><br />ως [[άρρωστος]] («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίνοσος:''' болезненный, нездоровый ([[σῶμα]] Arst.). | |elrutext='''ἐπίνοσος:''' болезненный, нездоровый ([[σῶμα]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:17, 25 March 2021
English (LSJ)
ον, A subject to sickness, unhealthy, σῶμα Arist.EN1113a28, cf. Thphr.Fr.20.48 Schneider, D.S.2.48; γενεά Ph.1.516. Adv. -σως like one who is sick, διάγειν Hp.Epid.1.5, Crates Ep.20; ἐ. διακειμένου τοῦ σώματος Sor.1.117, cf. POxy.939.21 (iv A.D.). II. unwholesome, χωρίον Porph.Abst.1.36; θέρος Gp.1.12.34; τόπος Hierocl. Facet.73; κατομβρία Lyd. Ost.37.
German (Pape)
[Seite 966] kränklich, σῶμα Arist. Eth. 3, 6 u. Sp.; χωρίον, ein Krankheiten ausgesetzter Ort. – Adv., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίνοσος: -ον, ὑποκείμενος εἰς νόσον, οὐχὶ ὑγιής, φιλάσθενος, σῶμα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 4, 4, Θεόφρ. π. Χρωμ. 48, Διόδ. 2. 48. - Ἐπίρρ. -ως, ὡς ἀσθενής, διάγειν ἐπ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 942.
Greek Monolingual
ἐπίνοσος, -ον (AM) νόσος
νοσηρός
αρχ.
φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῖς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῖς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ἐπινόσως
ως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπίνοσος: болезненный, нездоровый (σῶμα Arst.).