ἀλητοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλητοειδής''': -ές, ὡς [[ἄλευρον]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] | |lstext='''ἀλητοειδής''': -ές, ὡς [[ἄλευρον]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀλεύρου, Ἱππ. Κωακ. 217. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
ές, A like meal, meal coloured, Hp.Coac.590.
German (Pape)
[Seite 95] ές, mehlartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητοειδής: -ές, ὡς ἄλευρον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀλεύρου, Ἱππ. Κωακ. 217.
Spanish (DGE)
-ές harinoso, del color de la harina Hp.Coac.590.
Greek Monolingual
ἀλητοειδής, -ὲς (Α)
ο όμοιος με αλεύρι, ή αυτός που έχει το χρώμα του αλευριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλητον + -ειδὴς < εἶδος.