ἐκτειχισμός: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[πλήρης]] [[οχύρωση]], ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν | |mltxt=[[ἐκτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[πλήρης]] [[οχύρωση]], ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη [[οχύρωση]] του ναυστάθμου<br />Αρριαν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
English (LSJ)
ὁ, A fortification, Arr.An.6.20.1.
German (Pape)
[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.
Greek Monolingual
ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).