ετοιμασία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(14) |
m (Text replacement - "κρεῑττον" to "κρεῖττον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμασία]]) [[ετοιμάζω]]<br />[[προπαρασκευή]], [[προεργασία]], [[προετοιμασία]] («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], [[διάθεση]] (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ πρὸς τὸ | |mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμασία]]) [[ετοιμάζω]]<br />[[προπαρασκευή]], [[προεργασία]], [[προετοιμασία]] («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], [[διάθεση]] (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον [[ἑτοιμασία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[εξοπλισμός]], [[εφοδιασμός]], πολεμική [[προετοιμασία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑτοιμασία]] θρόνου» — το θεμέλιωμα, το [[στερέωμα]] του θρόνου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 26 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμασία) ετοιμάζω
προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)
αρχ.-μσν.
1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.
β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.)
2. εξοπλισμός, εφοδιασμός, πολεμική προετοιμασία
3. φρ. «ἑτοιμασία θρόνου» — το θεμέλιωμα, το στερέωμα του θρόνου.