Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιπορπούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(13)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιπορποῡμαι, -άομαι (Α) [[πόρπη]]<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[φόρεμα]] με [[πόρπη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[φόρεμα]].
|mltxt=ἐπιπορποῦμαι, -άομαι (Α) [[πόρπη]]<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[φόρεμα]] με [[πόρπη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[φόρεμα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιπορποῦμαι, -άομαι (Α) πόρπη
1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη
2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα.