διακονώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(9)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM διακονῶ, -έω<br />Α και ιων. τ. [[διηκονέω]])<br /><b>1.</b> [[υπηρετώ]], [[περιποιούμαι]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[διάκονος]] στην [[εκκλησία]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[ελεώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[διακονεύω]], [[ζητιανεύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[πρόθυμα]] τις υπηρεσίες μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> <i>διακονοῡμαι</i><br />[[εξυπηρετώ]] δικές μου ανάγκες ή συμφέροντα, τακτοποιούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διάκονος]].
|mltxt=(AM διακονῶ, -έω<br />Α και ιων. τ. [[διηκονέω]])<br /><b>1.</b> [[υπηρετώ]], [[περιποιούμαι]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[διάκονος]] στην [[εκκλησία]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[ελεώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[διακονεύω]], [[ζητιανεύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[πρόθυμα]] τις υπηρεσίες μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> <i>διακονοῦμαι</i><br />[[εξυπηρετώ]] δικές μου ανάγκες ή συμφέροντα, τακτοποιούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διάκονος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM διακονῶ, -έω
Α και ιων. τ. διηκονέω)
1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον
2. είμαι διάκονος στην εκκλησία
3. παρέχω βοήθεια, ελεώ
μσν.- νεοελλ.
διακονεύω, ζητιανεύω
αρχ.-μσν.
1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον
2. διακονοῦμαι
εξυπηρετώ δικές μου ανάγκες ή συμφέροντα, τακτοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διάκονος.