εισικνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(10)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εἰσικνοῡμαι (-έομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[διαπερνώ]].
|mltxt=εἰσικνοῦμαι (-έομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[διαπερνώ]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

εἰσικνοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. έρχομαι, φθάνω μέσα
2. διαπερνώ.