κρεανομώ: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(21) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) [[κρεανόμος]]<br /><b>1.</b> [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] κομμάτια κρέατος, [[ιδίως]] από τα θύματα της θυσίας<br /><b>2.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]] («κρεανομῶν τὰ σώματα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) [[κρεανόμος]]<br /><b>1.</b> [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] κομμάτια κρέατος, [[ιδίως]] από τα θύματα της θυσίας<br /><b>2.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]] («κρεανομῶν τὰ σώματα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρεανομοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῑκες», <b>Θεόκρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 26 March 2021
Greek Monolingual
κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) κρεανόμος
1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα της θυσίας
2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.)
3. μέσ. κρεανομοῦμαι, -έομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῑκες», Θεόκρ.).