λιμνώ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λιμνῶ, -όω (Α) [[λίμνη]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[λίμνη]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λιμνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι από ὕδατα, [[γίνομαι]] [[λίμνη]] («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=λιμνῶ, -όω (Α) [[λίμνη]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[λίμνη]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λιμνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι από ὕδατα, [[γίνομαι]] [[λίμνη]] («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

λιμνῶ, -όω (Α) λίμνη
1. μεταβάλλω σε λίμνη
2. παθ. λιμνοῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», Στράβ.).