συναριθμώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(39) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀριθμῶ</i> «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀριθμός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀριθμῶ</i> «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀριθμός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 26 March 2021
Greek Monolingual
συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ
αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω
αρχ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο
2. μέσ. συναριθμοῦμαι, -έομαι
συμμετέχω σε πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].
Greek Monolingual
συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ
αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω
αρχ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο
2. μέσ. συναριθμοῦμαι, -έομαι
συμμετέχω σε πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].