κολπώνω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(21) |
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κολπῶ, -όω, Μ και [[κολπώνω]]) [[κόλπος]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κόλπου, [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο [[αέρας]] κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «[[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὁ [[ὑμήν]]... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και | |mltxt=(AM κολπῶ, -όω, Μ και [[κολπώνω]]) [[κόλπος]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κόλπου, [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο [[αέρας]] κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «[[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὁ [[ὑμήν]]... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και κολποῦται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκολπωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i> (για λόγο)<br />[[πομπώδης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 26 March 2021
Greek Monolingual
(AM κολπῶ, -όω, Μ και κολπώνω) κόλπος
δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.
γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και κολποῦται», Αριστοτ.)
μσν.
τραυματίζω, πληγώνω
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) κεκολπωμένος, -η, -ον (για λόγο)
πομπώδης.