ὁμηγυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμηγυρίζομαι]] (Α) [[ομήγυρις]]<br />[[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], [[συγκεντρώνω]] («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ὁμηγυρίζομαι]] (Α) [[ομήγυρις]]<br />[[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], [[συγκεντρώνω]] («πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηγῠρίζομαι Medium diacritics: ὁμηγυρίζομαι Low diacritics: ομηγυρίζομαι Capitals: ΟΜΗΓΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: homēgyrízomai Transliteration B: homēgyrizomai Transliteration C: omigyrizomai Beta Code: o(mhguri/zomai

English (LSJ)

A assemble, call together, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Od.16.376 :—also ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 330] (für sich) versammeln, Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, Od. 16, 376; Eust. zur Stelle hat auch das act.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηγῠρίζομαι: ἀποθ., συναθροίζω, συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὁμηγύρω.

French (Bailly abrégé)

convoquer une assemblée, rassembler.
Étymologie: ὁμήγυρις.

English (Autenrieth)

aor. inf. ὁμηγυρίσασθαι: assemble, convoke, Od. 16.376†.

Greek Monolingual

ὁμηγυρίζομαι (Α) ομήγυρις
συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ὁμηγῠρίζομαι: απαρ. αορ. αʹ ὁμηγυρίσασθαι, αποθ., συναθροίζω, συγκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηγῠρίζομαι: созывать (на собрание), собирать (Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Hom.).

Middle Liddell

ὁμηγῠρίζομαι,
Dep. to assemble, call together, Od. [from ὁμήγῠρις]