ηνιοχώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἡνιοχῶ, -έω<br />Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] με τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] όχημα («[[ἀνωτέρω]]... [[κατωτέρω]] ταῑς χερσὶν | |mltxt=(AM ἡνιοχῶ, -έω<br />Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] με τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] όχημα («[[ἀνωτέρω]]... [[κατωτέρω]] ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]] («ἡνιοχεῖν [[λέοντας]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοχοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διευθύνομαι, οδηγούμαι. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἡνιοχῶ, -έω
Α λακων. τ. ἀνιοχίω) ηνίοχος
1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῖν», Ξεν.)
2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῖν λέοντας», Λουκιαν.)
2. παθ. ἡνιοχοῦμαι, -έομαι
διευθύνομαι, οδηγούμαι.