κατακοιμώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(19)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατακοιμῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[χωρίς]] [[διακοπή]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. μτφ.) [[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί, [[αποκοιμίζω]] («[[οὐδέ]]... [[λάθα]] κατακοιμάσῃ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιμῶ</i> «[[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί»].
|mltxt=κατακοιμῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[χωρίς]] [[διακοπή]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] «ξεῖνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. μτφ.) [[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί, [[αποκοιμίζω]] («[[οὐδέ]]... [[λάθα]] κατακοιμάσῃ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιμῶ</i> «[[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί»].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

κατακοιμῶ, -άω (Α)
1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῖνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.)
2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζωοὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιμῶ «βάζω κάποιον να κοιμηθεί»].