καταπέρδομαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπέρδομαι]] (Α)<br />(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία [[έκφραση]] που δηλώνει [[περιφρόνηση]]) [[κλάνω]] ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας | |mltxt=[[καταπέρδομαι]] (Α)<br />(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία [[έκφραση]] που δηλώνει [[περιφρόνηση]]) [[κλάνω]] ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῖν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547. | |elnltext=κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
English (LSJ)
only in aor. 2 Act. κατέπαρδον:—A break wind at, τινος, in sign of contempt, Epicr.11.28 (anap.), Ar.Pax547; τοῦ σοῦ δίνου Id.V.618; τῆς Πενίας Id.Pl.618 (anap.).
Greek Monolingual
καταπέρδομαι (Α)
(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῖν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέρδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547.