κρουσιμετρώ: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(22)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κρουσιμετρῶ, -έω) [[κρουσιμέτρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξετάζω]] το [[έδαφος]] με [[χτύπημα]] για να βρω υπόγεια [[φλέβα]] νερού<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξαπατώ]] [[κατά]] το [[ζύγισμα]] του σίτου χτυπώντας τη [[ζυγαριά]] («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», <b>Ησύχ.</b>).
|mltxt=(Α κρουσιμετρῶ, -έω) [[κρουσιμέτρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξετάζω]] το [[έδαφος]] με [[χτύπημα]] για να βρω υπόγεια [[φλέβα]] νερού<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξαπατώ]] [[κατά]] το [[ζύγισμα]] του σίτου χτυπώντας τη [[ζυγαριά]] («κρουσιμετρεῖν, ἐλλιπῶς μετρεῖν καὶ ἐνδεῶς», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

(Α κρουσιμετρῶ, -έω) κρουσιμέτρης
νεοελλ.
εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού
αρχ.
εξαπατώ κατά το ζύγισμα του σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῖν, ἐλλιπῶς μετρεῖν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.).