προεισαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
(34)
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ[[προεισάγω]]<br />η [[πριν]] από το κύριο [[θέμα]] [[εισαγωγή]], το [[προοίμιο]], ο [[πρόλογος]] («καὶ ἐν ταῑς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).
|mltxt=η, ΝΜΑ[[προεισάγω]]<br />η [[πριν]] από το κύριο [[θέμα]] [[εισαγωγή]], το [[προοίμιο]], ο [[πρόλογος]] («καὶ ἐν ταῖς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγή: ἡ, προηγουμένη εἰσαγωγή, πρόλογος, προοίμιον, Κύριλλ. Ἀλ. 4, 7, Διον. Ἀρεοπ. 4, 12, σ. 447, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑπροεισάγω
η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῖς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).