ἡγεμονίς: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡγεμονίς]], ποιητ. τ. [[ἡγεμονηΐς]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ἡγεμών]])<br /><b>1.</b> αυτή που άρχει, πρώτη, [[κυρίαρχος]], προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που [[είναι]] πρώτη («[[δικαιοσύνη]] ἡ ἐν ἀρεταῑς [[ἡγεμονίς]]», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. και σπάνιο παράγ. του <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i>].
|mltxt=[[ἡγεμονίς]], ποιητ. τ. [[ἡγεμονηΐς]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ἡγεμών]])<br /><b>1.</b> αυτή που άρχει, πρώτη, [[κυρίαρχος]], προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που [[είναι]] πρώτη («[[δικαιοσύνη]] ἡ ἐν ἀρεταῖς [[ἡγεμονίς]]», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. και σπάνιο παράγ. του <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμονίς Medium diacritics: ἡγεμονίς Low diacritics: ηγεμονίς Capitals: ΗΓΕΜΟΝΙΣ
Transliteration A: hēgemonís Transliteration B: hēgemonis Transliteration C: igemonis Beta Code: h(gemoni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of ἡγεμών, A imperial, πόλεις Str.8.6.10, cf. CIG2721 (Stratonicea); γῆ App.BC2.65: metaph., δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ. Ph.2.5; αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24.

German (Pape)

[Seite 1150] ίδος, ἡ, fem. zu ἡγεμών, Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., πόλις Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἡγεμών, ἡγεμονική, ἄρχουσα, πρώτη, κυρίαρχος, πόλις, Στράβων 372, Συλλ. Ἐπιγρ. 2721· γῆ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 65.

Greek Monolingual

ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α)
(θηλ. του ἡγεμών)
1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.)
2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡγεμονίς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και σπάνιο παράγ. του ηγεμών, -όνος].