προσαλίσκομαι: Difference between revisions
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] ( | |mltxt=Α<br />καταδικάζομαι επί [[πλέον]] σε [[δίκη]] («νῦν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλίσκομαι]] (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
A to be cast in a lawsuit besides, Ar.Ach.701.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰλίσκομαι: καταδικάζομαι προσέτι, νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κᾆτα προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).
Greek Monolingual
Α
καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῦν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
προσᾰλίσκομαι: v. l. πρὸς ἁλίσκομαι быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αλίσκομαι ook nog gevangen genomen worden, ook nog verslagen worden. Aristoph. Ach. 700 (tekst onzeker).