αποχωρώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἀποχωρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι με τη [[θέληση]] μου, [[αναχωρώ]]<br /><b>2.</b> αποσύρομαι, [[παραιτούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]] [[μετά]] την [[ήττα]], αποσύρομαι<br /><b>2.</b> (για τα περιττώματα) [[διέρχομαι]], [[βγαίνω]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) [[απέχω]], [[είμαι]] [[μακριά]]<br /><b>4.</b> «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» — [[καταφεύγω]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ | |mltxt=(AM ἀποχωρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι με τη [[θέληση]] μου, [[αναχωρώ]]<br /><b>2.</b> αποσύρομαι, [[παραιτούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]] [[μετά]] την [[ήττα]], αποσύρομαι<br /><b>2.</b> (για τα περιττώματα) [[διέρχομαι]], [[βγαίνω]]<br /><b>3.</b> (για τόπους) [[απέχω]], [[είμαι]] [[μακριά]]<br /><b>4.</b> «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» — [[καταφεύγω]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἀποχωροῦν | ||
</i><br />[[περίττωμα]], η [[ακαθαρσία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἀποχωρῶ, -έω)
1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, παραιτούμαι
αρχ.
1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι
2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω
3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά
4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» — καταφεύγω
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἀποχωροῦν
περίττωμα, η ακαθαρσία.