πραιτώριο: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πραιτώριον]], ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και [[πρετώριον]], ΜΑ<br /><b>1.</b> η [[σκηνή]] του πραίτωρα σε [[εκστρατεία]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[κατοικία]] διοικητή, [[διοικητήριο]]<br /><b>3.</b> δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῡν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ [[πραιτώριον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αυτοκρατορικός]] [[οίκος]]<br /><b>5.</b> η στρατιωτική [[διοίκηση]] του πραίτωρα<br /><b>6.</b> η προσωπική [[φρουρά]] του πραίτωρα, η [[σωματοφυλακή]] του<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔπαρχος]] πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — [[φρουρός]], [[φύλακας]]<br /><b>8.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. [[σχολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ιδιωτικό [[σπίτι]], [[κατοικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>praetorium</i> «[[στρατηγείο]]», ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. <i>praetorius</i> <span style="color: red;"><</span> <i>praet</i><i>ō</i><i>r</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πραίτωρ]])].
|mltxt=το / [[πραιτώριον]], ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και [[πρετώριον]], ΜΑ<br /><b>1.</b> η [[σκηνή]] του πραίτωρα σε [[εκστρατεία]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[κατοικία]] διοικητή, [[διοικητήριο]]<br /><b>3.</b> δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν
ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ [[πραιτώριον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αυτοκρατορικός]] [[οίκος]]<br /><b>5.</b> η στρατιωτική [[διοίκηση]] του πραίτωρα<br /><b>6.</b> η προσωπική [[φρουρά]] του πραίτωρα, η [[σωματοφυλακή]] του<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔπαρχος]] πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — [[φρουρός]], [[φύλακας]]<br /><b>8.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. [[σχολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ιδιωτικό [[σπίτι]], [[κατοικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>praetorium</i> «[[στρατηγείο]]», ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. <i>praetorius</i> <span style="color: red;"><</span> <i>praet</i><i>ō</i><i>r</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πραίτωρ]])].
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

το / πραιτώριον, ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και πρετώριον, ΜΑ
1. η σκηνή του πραίτωρα σε εκστρατεία
2. επίσημη κατοικία διοικητή, διοικητήριο
3. δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν

ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον», ΚΔ)
4. αυτοκρατορικός οίκος
5. η στρατιωτική διοίκηση του πραίτωρα
6. η προσωπική φρουρά του πραίτωρα, η σωματοφυλακή του
7. φρ. «ἔπαρχος πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — φρουρός, φύλακας
8. (στο Βυζ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. σχολή
αρχ.
ιδιωτικό σπίτι, κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorium «στρατηγείο», ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. praetorius < praetōr (βλ. λ. πραίτωρ)].