πραιτώριο
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
το / πραιτώριον, ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και πρετώριον, ΜΑ
1. η σκηνή του πραίτωρα σε εκστρατεία
2. επίσημη κατοικία διοικητή, διοικητήριο
3. δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον», ΚΔ)
4. αυτοκρατορικός οίκος
5. η στρατιωτική διοίκηση του πραίτωρα
6. η προσωπική φρουρά του πραίτωρα, η σωματοφυλακή του
7. φρ. «ἔπαρχος πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — φρουρός, φύλακας
8. (στο Βυζ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. σχολή
αρχ.
ιδιωτικό σπίτι, κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorium «στρατηγείο», ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. praetorius < praetōr (βλ. λ. πραίτωρ)].