περιζώνω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(32) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[περιζώννυμι]] και περιζωννύω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] με [[ζώνη]], [[ζώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[κυκλώνω]], [[περικυκλώνω]] («ο [[στρατός]] περιέζωσε την [[τοποθεσία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[περιζώννυμαι]]<br />ζώνομαι ή ντύνομαι με [[κάτι]] («ἐσθῆτα περιεζώσατο» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιζώννυμαι]] δύναμιν» — [[παίρνω]] [[δύναμη]] (α. «οἱ | |mltxt=[[περιζώννυμι]] και περιζωννύω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] με [[ζώνη]], [[ζώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[κυκλώνω]], [[περικυκλώνω]] («ο [[στρατός]] περιέζωσε την [[τοποθεσία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[περιζώννυμαι]]<br />ζώνομαι ή ντύνομαι με [[κάτι]] («ἐσθῆτα περιεζώσατο» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιζώννυμαι]] δύναμιν» — [[παίρνω]] [[δύναμη]] (α. «οἱ ἀσθενοῦν | ||
τες περιεζώσαντο δύναμιν», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ
1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα
2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία»)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. περιζώννυμαι
ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.)
2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» — παίρνω δύναμη (α. «οἱ ἀσθενοῦν
τες περιεζώσαντο δύναμιν», Άνν. Κομν.
β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).