ονάριον: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(29)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν
, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

ὀνάριον, τὸ (Α) όνος
1. μικρός όνος, γαιδουράκι
2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν , εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).