ἀκεραιοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκεραιοσύνη]], η (Α) [[ἀκέραιος]]<br />η [[απλότητα]], [[αθωότητα]]<br />«ἐν ἀκεραιοσύνῃ | |mltxt=[[ἀκεραιοσύνη]], η (Α) [[ἀκέραιος]]<br />η [[απλότητα]], [[αθωότητα]]<br />«ἐν ἀκεραιοσύνῃ περιπατοῦν | ||
τες» (Επιστ. Βαρνάβα, [[Σούδα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A guilelessness, innocence, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεραιοσύνη: ἡ, ἁπλότης, ἀθῳότης, Ἐπιστ. Βαρνάβα, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
candidez, inocencia ὡς ἐν ἀκεραιοσύνῃ πιστεύει ὁ λαός Ep.Barn.3.6, cf. 10.4, cf. Sud.
Greek Monolingual
ἀκεραιοσύνη, η (Α) ἀκέραιος
η απλότητα, αθωότητα
«ἐν ἀκεραιοσύνῃ περιπατοῦν
τες» (Επιστ. Βαρνάβα, Σούδα).