πισσώνω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α [[πίσσα]]:]<br />[[χρίω]], [[αλείφω]] [[κάτι]] με [[πίσσα]], [[κατραμώνω]] ( | |mltxt=πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α [[πίσσα]]:]<br />[[χρίω]], [[αλείφω]] [[κάτι]] με [[πίσσα]], [[κατραμώνω]] («πισσοῦντὰς ὀροφάς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχρίω]] ορειχάλκινα αγάλματα με [[πίσσα]] προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή [[αλείφω]] με [[πίσσα]] ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω<br /><b>2.</b> (ως [[συνήθεια]] τών [[γυναικών]] και τών κίναιδων) [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] της κεφαλής ή του σώματος με [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ [[σῶμα]] ὅλον», Δήμων). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α πίσσα:]
χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῦντὰς ὀροφάς», επιγρ.)
αρχ.
1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω
2. (ως συνήθεια τών γυναικών και τών κίναιδων) αφαιρώ τις τρίχες της κεφαλής ή του σώματος με έμπλαστρο από πίσσα («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ σῶμα ὅλον», Δήμων).