δαπανώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM δαπανῶ, -άω) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]], [[καταναλίσκω]] χρήματα ή άλλα είδη<br /><b>2.</b> [[σπαταλώ]], [[αφήνω]] να χάνεται [[κάτι]] («[[δαπανώ]] τον καιρό μου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («τὰ δάκρυα δαπανοῦνμε», «φλὸξ δαπανᾷ [[πάντα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει έξοδα.
|mltxt=(AM δαπανῶ, -άω) [[δαπάνη]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]], [[καταναλίσκω]] χρήματα ή άλλα είδη<br /><b>2.</b> [[σπαταλώ]], [[αφήνω]] να χάνεται [[κάτι]] («[[δαπανώ]] τον καιρό μου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («τὰ δάκρυα δαπανοῦν με», «φλὸξ δαπανᾷ [[πάντα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει έξοδα.
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM δαπανῶ, -άω) δαπάνη
1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη
2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτιδαπανώ τον καιρό μου»)
αρχ.-μσν.
1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῦν με», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα»)
αρχ.
αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα.