ὀνάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " , " to ", ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:15, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνάριον Medium diacritics: ὀνάριον Low diacritics: ονάριον Capitals: ΟΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: onárion Transliteration B: onarion Transliteration C: onarion Beta Code: o)na/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄνος, Diph.89, Macho ap.Ath.13.582c, Arr.Epict.2.24.18, A Vit.Aesop. Oxy.2083.19, POxy.63.11 (ii/iii A. D.) ; of a bronze figure, PGiss.47.17 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 345] τό, dim. von ὄνος, Eselein, Macho bei Ath. XIII, 582 c (v. 67).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C, κ. ἀλλ.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of ὄνος; a little ass: young ass.

English (Thayer)

ὀναριου, τό (diminutive of ὄνος; cf. (Winer's Grammar, 24and) γιναικαριον), a little ass: Machon quoted in Athen. 13, p. 582c.; (Epictetus diss. 2,24, 18).)

Greek Monolingual

ὀνάριον, τὸ (Α) όνος
1. μικρός όνος, γαιδουράκι
2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).

Russian (Dvoretsky)

ὀνάριον: τό ὄνος осленок NT.

Chinese

原文音譯:Ñn£rion 哦那里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(小)驢
字義溯源:驢駒,小驢;源自 (ὄνος)*=驢
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 一匹驢駒(1) 約12:14