αργυρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡς, -ᾱ" to "οῦς, -ᾶ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM ἀργυροῡς, -, -οῦν
|mltxt=-ή, -ό (AM ἀργυροῦς, -, -οῦν, A κ. [[ἀργύρεος]], -η, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] και στη [[λάμψη]] με τον άργυρο<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[προσφιλής]], [[αγαπητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργυρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αργυρούς</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] (πρβλ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσούς]])].
, A κ. [[ἀργύρεος]], -η, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] και στη [[λάμψη]] με τον άργυρο<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[προσφιλής]], [[αγαπητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργυρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αργυρούς</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] (πρβλ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσούς]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀργυροῦς, -ᾶ, -οῦν, A κ. ἀργύρεος, -η, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο
νεοελλ.
μτφ.
1. αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με τον άργυρο
2. (για πρόσωπα) προσφιλής, αγαπητός
αρχ.
επάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργυρός < αρχ. αργυρούς < άργυρος (πρβλ. χρυσός < χρυσούς)].