προδιανύω: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(συν. το παθ.) <i>προδιανύομαι</i><br />[[τελειώνω]], [[περατώνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («τούτων | |mltxt=Α<br />(συν. το παθ.) <i>προδιανύομαι</i><br />[[τελειώνω]], [[περατώνω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διανύω]] «[[τελειώνω]], [[περατώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:54, 27 March 2021
English (LSJ)
[ῠ], A accomplish beforehand: Pass., προδιήνυστο D.C.79.8.
German (Pape)
[Seite 715] vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προδιᾰνύω: διανύω προηγουμένως: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901.
Greek Monolingual
Α
(συν. το παθ.) προδιανύομαι
τελειώνω, περατώνω κάτι εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διανύω «τελειώνω, περατώνω»].