ετός: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐτός]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) [[ματαίως]], [[χωρίς]] λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐτός]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) [[ματαίως]], [[χωρίς]] λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῖς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρημα σε -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εντός]]) <span style="color: red;"><</span> <i>Fετός</i>, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ <i>swe</i>-<i>tos</i>. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. <i>svatah</i>, αβεστ. <i>x</i><sup>v</sup><i>at</i><i>ō</i> «αφ' [[εαυτού]], από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. <i>hut</i> «[[μάταια]]» και με τον τ. [[αύτως]] «[[μάταια]], απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης [[ετός]] θεωρείται το επίθ. [[ετώσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fετώσιος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ετεός]], [[αληθής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτά</i><br />[[πράγματι]], στ' [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετάζω]]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἑτός]], -ή, -όν (Α)<br />(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ίημι]] «[[ρίχνω]]», που εμφανίζει το αοριστικό θ. <i>ἑ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> προστ. αορ. <i>ἕ</i>-<i>ς</i>, <i>ἕ</i>-<i>τω</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
(I)
ἐτός (Α)
επίρρ. (πάντοτε με άρνηση) ματαίως, χωρίς λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῖς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -τος (πρβλ. εντός) < Fετός, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ swe-tos. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. svatah, αβεστ. xvatō «αφ' εαυτού, από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. hut «μάταια» και με τον τ. αύτως «μάταια, απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης ετός θεωρείται το επίθ. ετώσιος < Fετώσιος].
(II)
ἐτός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ετεός, αληθής
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἐτά
πράγματι, στ' αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετάζω].
(III)
ἑτός, -ή, -όν (Α)
(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ίημι «ρίχνω», που εμφανίζει το αοριστικό θ. ἑ- (πρβλ. προστ. αορ. ἕ-ς, ἕ-τω)].