μυλιαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(26)
 
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυλιαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «μυλιαῑος [[λίθος]]» — [[μυλίτης]] [[λίθος]], [[μυλόπετρα]]<br />β) «μυλιαῑοι ὀδόντες» — γομφίοι, τραπεζίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῑος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γναθ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=μυλιαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «μυλιαῑος [[λίθος]]» — [[μυλίτης]] [[λίθος]], [[μυλόπετρα]]<br />β) «μυλιαῖοι ὀδόντες» — γομφίοι, τραπεζίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῑος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γναθ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

μυλιαῑος, -αία, -ον (Α)
φρ. α) «μυλιαῑος λίθος» — μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
β) «μυλιαῖοι ὀδόντες» — γομφίοι, τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη, + κατάλ. -ιαῑος (πρβλ. γναθ-ιαίος)].