νεανισκεύομαι: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεανισκεύομαι]] (Α) [[νεανίσκος]]<br />βρίσκομαι στη νεανική [[ηλικία]] («ἔξεστιν | |mltxt=[[νεανισκεύομαι]] (Α) [[νεανίσκος]]<br />βρίσκομαι στη νεανική [[ηλικία]] («ἔξεστιν αὐτοῖς ἐν τοῖς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
English (LSJ)
only pres., A to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9; ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15, Plu.2.12b.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνισκεύομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ νεανιεύομαι, εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 passer sa jeunesse qqe part;
2 se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.
Étymologie: νεανίσκος.
Greek Monolingual
νεανισκεύομαι (Α) νεανίσκος
βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῖς ἐν τοῖς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.).
Greek Monotonic
νεᾱνισκεύομαι: αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνισκεύομαι: (только praes.)
1) проводить свою юность (ἐν τοῖς ἐφήβοις Xen.);
2) достигать юности (т. е. выходить из возраста эфебов): νεανισκευομένων ἀδικήματα Plut. проступки молодых людей.
Middle Liddell
νεᾱνισκεύομαι,
Dep. to be in one's youth, Xen. [from νεᾱνίσκος]