λυσιτελούντως: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] | |mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσιτελῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του ρ. <i>λυσιτελῶ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
English (LSJ)
Adv. A usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.
Greek Monolingual
λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].
Greek Monotonic
λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).
Middle Liddell
part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.