προσχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προσχωρῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συντάσσομαι με τις αρχές ή τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υιοθετώ]] τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο [[κόμμα]] της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πολιτεία]]) [[εισέρχομαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμφωνία]] που προϋπήρξε [[μεταξύ]] άλλων πολιτειών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι («τοῑς τοῦδε προσχωρεῑν λόγοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> χρησιμοποιούμαι για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χωρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]])].
|mltxt=προσχωρῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συντάσσομαι με τις αρχές ή τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υιοθετώ]] τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο [[κόμμα]] της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πολιτεία]]) [[εισέρχομαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμφωνία]] που προϋπήρξε [[μεταξύ]] άλλων πολιτειών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι («τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> χρησιμοποιούμαι για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χωρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

προσχωρῶ, -έω, ΝΑ
1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.)
2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», Θουκ.)
νεοελλ.
(για πολιτεία) εισέρχομαι, συμμετέχω σε συμφωνία που προϋπήρξε μεταξύ άλλων πολιτειών
αρχ.
1. είμαι με το μέρος κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», Ηρόδ.)
2. συναινώ, συγκατατίθεμαι («τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», Σοφ.)
3. είμαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
4. χρησιμοποιούμαι για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χωρῶ (< χῶρος)].