προσχωρώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προσχωρῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συντάσσομαι με τις αρχές ή τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υιοθετώ]] τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο [[κόμμα]] της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πολιτεία]]) [[εισέρχομαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμφωνία]] που προϋπήρξε [[μεταξύ]] άλλων πολιτειών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι ( | |mltxt=προσχωρῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συντάσσομαι με τις αρχές ή τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υιοθετώ]] τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο [[κόμμα]] της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πολιτεία]]) [[εισέρχομαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμφωνία]] που προϋπήρξε [[μεταξύ]] άλλων πολιτειών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι («τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> χρησιμοποιούμαι για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χωρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
προσχωρῶ, -έω, ΝΑ
1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.)
2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», Θουκ.)
νεοελλ.
(για πολιτεία) εισέρχομαι, συμμετέχω σε συμφωνία που προϋπήρξε μεταξύ άλλων πολιτειών
αρχ.
1. είμαι με το μέρος κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», Ηρόδ.)
2. συναινώ, συγκατατίθεμαι («τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», Σοφ.)
3. είμαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
4. χρησιμοποιούμαι για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χωρῶ (< χῶρος)].