κεχηναίος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον (Α Κεχηναῑος, -α, -ο ν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηνώς]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) <i>Κεχηναῖοι</i> (κωμικό [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χασμουριέμαι]], [[χάσκω]]»].
|mltxt=-α, -ον (Α Κεχηναῖος, -α, -ο ν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηνώς]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) <i>Κεχηναῖοι</i> (κωμικό [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χασμουριέμαι]], [[χάσκω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ον (Α Κεχηναῖος, -α, -ο ν)
νεοελλ.
αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῖοι (κωμικό λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, χάσκω»].